-
1 σφήνα
[сфина] ουσ. Θ. клин,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σφήνα
-
2 клин
-а, πλθ. клинья-ьев α.1. σφήνα.2. τσόντα.3. κομμάτι, λωρίδα γης.4. επίρ. - ом σφηνοειδώς.εκφρ.клин клином вышибать ή выбивать – τη σφήνα με τη σφήνα τη βγάζουν, πάσσαλος πασσάλω εκρούετο (πληρώνω με το ίδιο νόμισμα)•- ом не вышибешь – με τίποτε δεν του το βγάζεις από το κεφάλι (είναι σκληροκέφαλος)•куда не кинь клин все клин – όπου και να πάω, τα βρίσκω μπαστούνια (ή σκούρα)•свет не -ом сошёлся ή земля не -ом сошлась – δε χάθηκε ο κόσμος απ αυτό (υπάρχουν κι άλλα μέσα και τρόποι). -
3 расклинить
-
4 задвижка
1. (запорное приспособление для трубопровода) το επιστόμιο, η βάνα (ξεν.)клинкетная - το επιστόμιο, η βάνα2. (засов для двери) о σύρτης, ο μάνδαλος, το μάνταλο. оконная - ο μάνταλος του παραθύρου, предохранительная - ασφαλιστικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задвижка
-
5 закреплять
σταθεροποιώ, στερεώνω, δένωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закреплять
-
6 причека
η διπλή σφήνα (σφήνα και αντίσφηνα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > причека
-
7 клин
-
8 болт
1. (стержень для навинчивания гайки) о κοχλίας, ο γόμφοςанкерный - αγκίστρωσης, ο ενδέτηςприжимной - см. натяжной -призонный - ακριβείας, εφαρμοστός -- с крючкообразной головкой - με γάντζο, το αγκιστρωτό βλήτρο- с проушиной κρικωτός -, η μάπαчёрный - οακατέργαστος ήλος, разг. γύφτικος -2. (засов) τομάνδαλο, ο μάνδαλος, η αμπάρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > болт
-
9 гребной винт
ο/η έλικας (του πλοίου)запасной - αμοιβός -, εφεδρικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гребной винт
-
10 заклинивание
1. (прижатие одной детали механизма к другой) η σφήνωση, το μάγκωμα 2. (клином) η σφήνωση, η στήριξη με τη σφήνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заклинивание
-
11 заклинивать
1. (в результате прижатия одной детали механизма к другой) σφηνώνω, μαγκώνω 2. (крепить клином) σφηνώνω, στηρίζω με σφήνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заклинивать
-
12 заштифтование
η ασφάλιση με αξο-νίσκο/ήλο/στυλίσκο/σφήνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заштифтование
-
13 клин
ο σφην, η σφήναпазовый эл. - της αύλακοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > клин
-
14 контрклин
η αντισφήναη αντίθετα τοποθετημένη σφήναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контрклин
-
15 муфта
1. (для валов) о σύνδεσμος (των αξόνων)многотарельчатая - см. многодисковая -самоуправляемая - αυτοελεγχόμενος -, αυτορρυθμιζόμενος -тарельчатая - см. дисковая -2. (сцепная) о συ-μπλέκτ/ης 3. (для труб) о σύνδεσμος (των σωλήνων), разг. η μούφα 4. (кабельная) το κιβώτιο/η κεφαλή σύνδεσης καλωδίωνштыковая - τύπου μπαγιονέτας/ξιφολόγχηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > муфта
-
16 нож
το μαχαίρι- бульдозера η λεπίδα του (γεω)προωθητή/της μπουλτόζαςрасклинивающий - лес. η σφήναсапожный - η φαλτσέτα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нож
-
17 паз
1. (тех) ο αύλακ/αςη αυλακιά, η χαρακιά* *укладывать в - ы τοποθετώ στους - ες2. (надрез, зарубка) η εγκοπή 3. (обшивки судна) η διαμήκης ραφή (του πλοίου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > паз
-
18 пестик
1. (сцепной арматуры) о πείρος, η σφήνα 2. (ступы) το γουδοχέρι 3. бот. о ύπερ/οςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пестик
-
19 шип
1. тех. η βελόναη σφήναдвойной - (дер.-об.) διπλή -угловой - γωνιακή - 2 бот. η άκανθα, το αγκάθιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шип
-
20 шлиц
тех. η σφήναο σφηνόδρομοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шлиц
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σφήνα — Απλό εργαλείο που αποτελείται από ένα στερεό ανθεκτικό σώμα πρισματικής μορφής με διατομή ισοσκελούς τρίγωνου. Με το εργαλείο αυτό εξασκούνται στις δύο ίσες πλευρές του τρίγωνου (πλευρά της σ.) δυνάμεις ανώτερες εκείνων που εξασκούνται στη βάση… … Dictionary of Greek
σφήνα — η 1. αιχμηρό όργανο από ξύλο ή μέταλλο: Έσχισε το ξύλο με μια σφήνα. 2. μτφ., ό,τι παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο πράγματα ή λειτουργεί όπως η σφήνα: Υπήρχαν στο λόγο του μερικές σφήνες για τη σημερινή πολιτική κατάσταση. 3. φέτα ψωμιού: Κόψε μου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σφήνα (Κυψέλη) — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ.), στην επαρχία Βάλτου, του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας … Dictionary of Greek
σφῆνα — σφήν wedge masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφηνώνω — σφηνῶ, όω, ΝΜΑ [σφήν, ηνός] μπήγω σφήνα, στερεώνω με σφήνα νεοελλ. 1. παρεμβάλλω κάτι σφιχτά μεταξύ άλλων 2. (αμτβ.) α) κλείνω ερμητικά («το παράθυρο σφήνωσε από την υγρασία») β) παθαίνω εμπλοκή («το έμβολο σφήνωσε και δεν βγαίνει») μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
εκχιονιστήρας — Μηχανή κατάλληλη για τη διάνοιξη περάσματος ανάμεσα από το χιόνι. Υπάρχουν διάφοροι τύποι ε. που μπορούν να διαχωριστούν γενικά σε μηχανές που διασχίζουν το χιόνι και σε μηχανές που καθαρίζουν το χιόνι. Οι μηχανές που διασχίζουν το χιόνι,… … Dictionary of Greek
επίσφηνος — ἐπίσφηνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει σχήμα σφήνας 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίσφηνον οτιδήποτε τίθεται ως σφήνα, η πρόσθετη σφήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σφην «σφήνα»] … Dictionary of Greek
παρασφήνιον — τὸ, Α μικρή σφήνα που τοποθετείται δίπλα στην κύρια σφήνα για να την στηρίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σφήνα + κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
αεροτρύπανο — Εργαλειομηχανή που χρησιμοποιείται για να ανοίγει τρύπες κάθε διαμετρήματος με τη βοήθεια πεπιεσμένου αέρα που παρέχεται από αεροσυμπιεστή. Οι εφαρμογές του είναι ποικίλες και σε όλους τους τομείς: την οδοποιία, την υδραυλική, τη μεταλλευτική και … Dictionary of Greek
γόμφος — ο (AM γόμφος) 1. ξύλινο ή μετάλλινο καρφί 2. μικρό κομμάτι ξύλου, σφήνα που χρησιμοποιείται για τη στερέωση κινητών μερών μιας διάταξης νεοελλ. καρφί που χρησιμεύει στη σύνδεση διαφόρων εξαρτημάτων ενός μηχανισμού, βλήτρο* αρχ. σφήνα, πάσσαλος… … Dictionary of Greek
διασφήνωση — η (Α διασφήνωσις) 1. διαχωρισμός, διαστολή, διάνοιγμα με σφήνα 2. παρεμβολή σαν σφήνα νεοελλ. εισαγωγή σφήνας για διάνοιξη … Dictionary of Greek